Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
εκατόνταρχου
εκατόνταρχου
Greek
Noun
εκατόνταρχου
•
(
ekatóntarchou
)
m
Genitive
singular
form of
εκατόνταρχος
(
ekatóntarchos
)
.
Similar Results