Definify.com
Definition 2024
εκβιασμός
εκβιασμός
Greek
Noun
εκβιασμός • (ekviasmós) m (plural εκβιασμοί)
Declension
declension of εκβιασμός
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | εκβιασμός | εκβιασμοί |
genitive | εκβιασμού | εκβιασμών |
accusative | εκβιασμό | εκβιασμούς |
vocative | εκβιασμέ | εκβιασμοί |