Definify.com
Definition 2024
εκδίκηση
εκδίκηση
Greek
Noun
εκδίκηση • (ekdíkisi) f (plural εκδικήσεις)
Declension
declension of εκδίκηση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | εκδίκηση | εκδικήσεις |
genitive | εκδίκησης / εκδικήσεως | εκδικήσεων |
accusative | εκδίκηση | εκδικήσεις |
vocative | εκδίκηση | εκδικήσεις |
Related terms
- αγδίκιωτος (agdíkiotos, “unrevenged”)