Definify.com
Definition 2024
εκκένωση
εκκένωση
Greek
Noun
εκκένωση • (ekkénosi) f (plural εκκενώσεις)
Declension
declension of εκκένωση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | εκκένωση | εκκενώσεις |
genitive | εκκένωσης / εκκενώσεως | εκκενώσεων |
accusative | εκκένωση | εκκενώσεις |
vocative | εκκένωση | εκκενώσεις |