Definify.com
Definition 2024
εκπαιδευτής
εκπαιδευτής
Greek
Noun
εκπαιδευτής • (ekpaideftís) m (plural εκπαιδευτές, feminine εκπαιδεύτρια)
- (sports) trainer, coach, instructor
Declension
declension of εκπαιδευτής
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | εκπαιδευτής | εκπαιδευτές |
genitive | εκπαιδευτή | εκπαιδευτών |
accusative | εκπαιδευτή | εκπαιδευτές |
vocative | εκπαιδευτή | εκπαιδευτές |
Coordinate terms
- see: δάσκαλος m (dáskalos, “teacher, instructor”)