Definify.com
Definition 2024
εκπαραθύρωση
εκπαραθύρωση
Greek
Noun
εκπαραθύρωση • (ekparathýrosi) f (plural εκπαραθυρώσεις)
- defenestration
- Η εκπαραθύρωση της Πράγας (The defenestration of Prague)
- (figuratively) expel (possibly with violence)
Declension
declension of εκπαραθύρωση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | εκπαραθύρωση | εκπαραθυρώσεις |
genitive | εκπαραθύρωσης / εκπαραθυρώσεως | εκπαραθυρώσεων |
accusative | εκπαραθύρωση | εκπαραθυρώσεις |
vocative | εκπαραθύρωση | εκπαραθυρώσεις |