Definify.com
Definition 2024
εκπυρσοκρότηση
εκπυρσοκρότηση
Greek
Noun
εκπυρσοκρότηση • (ekpyrsokrótisi) f (plural εκπυρσοκροτήσεις)
Declension
declension of εκπυρσοκρότηση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | εκπυρσοκρότηση | εκπυρσοκροτήσεις |
genitive | εκπυρσοκρότησης / εκπυρσοκροτήσεως | εκπυρσοκροτήσεων |
accusative | εκπυρσοκρότηση | εκπυρσοκροτήσεις |
vocative | εκπυρσοκρότηση | εκπυρσοκροτήσεις |