Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
εκσπερμάτισης
εκσπερμάτισης
Greek
Noun
εκσπερμάτισης
•
(
ekspermátisis
)
n
Genitive
singular
form of
εκσπερμάτιση
(
ekspermátisi
)
.
Similar Results