Definify.com
Definition 2025
εκτελέσεις
εκτελέσεις
Greek
Noun
εκτελέσεις • (ekteléseis) f
- Nominative plural form of εκτέλεση (ektélesi).
- Accusative plural form of εκτέλεση (ektélesi).
- Vocative plural form of εκτέλεση (ektélesi).
εκτελέσεις • (ekteléseis) f