Definify.com
Definition 2024
εκτελεστής
εκτελεστής
Greek
Noun
εκτελεστής • (ektelestís) m (plural εκτελεστές)
Declension
declension of εκτελεστής
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | εκτελεστής | εκτελεστές |
genitive | εκτελεστή | εκτελεστών |
accusative | εκτελεστή | εκτελεστές |
vocative | εκτελεστή | εκτελεστές |