Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
εκ_πρώτης_όψεως
εκ πρώτης όψεως
Greek
Adverb
εκ
πρώτης
όψεως
•
(
ek prótis ópseos
)
at first glance
at first sight
at first blush
(
rare
)
Synonyms
εκ
πρώτης
εντύπωσης
(
ek prótis entýposis
)
εκ
πρώτης
όψης
(
ek prótis ópsis
)
εκ
πρώτης
εντυπώσεως
(
ek prótis entypóseos
)
με
μια
πρώτη
ματιά
(
me mia próti matiá
)
Similar Results