Definify.com
Definition 2024
ελατήριο
ελατήριο
Greek
Noun
ελατήριο • (elatírio) n (plural ελατήρια)
- (engineering) spring (coiled device)
Declension
declension of ελατήριο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ελατήριο | ελατήρια |
genitive | ελατηρίου | ελατηρίων |
accusative | ελατήριο | ελατήρια |
vocative | ελατήριο | ελατήρια |
Synonyms
- σούστα f (soústa)