Definify.com
Definition 2024
ελατοτρύγονο
ελατοτρύγονο
Greek
Noun
ελατοτρύγονο • (elatotrýgono) n (plural ελατοτρύγονα)
Declension
declension of ελατοτρύγονο
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | ελατοτρύγονο | ελατοτρύγονα | |
genitive | ελατοτρύγονου / ελατοτρυγόνου | ελατοτρύγονων / ελατοτρυγόνων | |
accusative | ελατοτρύγονο | ελατοτρύγονα | |
vocative | ελατοτρύγονο | ελατοτρύγονα | |
The genitive forms are uncertain. |
Related terms
- see: τρυγόνι n (trygóni, “turtle dove”)
External links
- Τρυγόνι on the Greek Wikipedia.Wikipedia el