Definify.com
Definition 2024
ελαφρόπετρα
ελαφρόπετρα
Greek
Alternative forms
- αλαφρόπετρα f (alafrópetra)
Noun
ελαφρόπετρα • (elafrópetra) f (plural ελαφρόπετρες)
Declension
declension of ελαφρόπετρα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ελαφρόπετρα | ελαφρόπετρες |
genitive | ελαφρόπετρας | ελαφρoπετρών |
accusative | ελαφρόπετρα | ελαφρόπετρες |
vocative | ελαφρόπετρα | ελαφρόπετρες |
Synonyms
- κίσηρη f (kísiri)
- κίσσηρη f (kíssiri)