Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
ελευθεροτεκτονισμέ
ελευθεροτεκτονισμέ
Greek
Noun
ελευθεροτεκτονισμέ
•
(
eleftherotektonismé
)
m
Vocative
singular
form of
ελευθεροτεκτονισμός
(
eleftherotektonismós
)
.
Similar Results