Definify.com

Definition 2024


ελευθεροτεκτονισμό

ελευθεροτεκτονισμό

Greek

Noun

ελευθεροτεκτονισμό (eleftherotektonismó) m

  1. Accusative singular form of ελευθεροτεκτονισμός (eleftherotektonismós).