Definify.com
Definition 2024
ελκυστήρας
ελκυστήρας
Greek
Noun
ελκυστήρας • (elkystíras) m (plural ελκυστήρες)
- (vehicles, farming) tractor
Declension
declension of ελκυστήρας
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ελκυστήρας | ελκυστήρες |
genitive | ελκυστήρα | ελκυστήρων |
accusative | ελκυστήρα | ελκυστήρες |
vocative | ελκυστήρα | ελκυστήρες |
Synonyms
- τρακτέρ n (traktér)