Definify.com
Definition 2024
ελληνιστική
ελληνιστική
Greek
Adjective
ελληνιστική • (ellinistikí)
- Nominative feminine singular form of ελληνιστικός (ellinistikós).
- Accusative feminine singular form of ελληνιστικός (ellinistikós).
- Vocative feminine singular form of ελληνιστικός (ellinistikós).