Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
ελονοσία
ελονοσία
Greek
Noun
ελονοσία
•
(
elonosía
)
f
(
plural
ελονοσίες
)
(
medicine
)
malaria
Declension
declension of
ελονοσία
singular
plural
nominative
ελονοσία
ελονοσίες
genitive
ελονοσίας
ελονοσιών
accusative
ελονοσία
ελονοσίες
vocative
ελονοσία
ελονοσίες
Synonyms
μαλάρια
f
(
malária
)
Related terms
έλος
n
(
élos
,
“
marsh, swamp
”
)
Similar Results