Definify.com
Definition 2024
εμβατήριο
εμβατήριο
Greek
Noun
εμβατήριο • (emvatírio) n
- march (musical genre)
Declension
declension of εμβατήριο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | εμβατήριο | εμβατήρια |
genitive | εμβατηρίου | εμβατηρίων |
accusative | εμβατήριο | εμβατήρια |
vocative | εμβατήριο | εμβατήρια |