Definify.com
Definition 2024
εμετός
εμετός
Greek
Alternative forms
- έμετος (émetos)
Noun
εμετός • (emetós) m (plural εμετοί)
Declension
declension of εμετός
Related terms
- κάνω εμετό (káno emetó, “to vomit”)
- έμεσμα n (émesma, “vomit”)
- εμετικός (emetikós, “emetic”)