Definify.com
Definition 2024
εμιράτο
εμιράτο
Greek
Noun
εμιράτο • (emiráto) n (plural εμιράτα)
Declension
declension of εμιράτο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | εμιράτο | εμιράτα |
genitive | εμιράτου | εμιράτων |
accusative | εμιράτο | εμιράτα |
vocative | εμιράτο | εμιράτα |
Related terms
- εμίρης m (emíris, “Emir”)
- Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα n pl (Inoména Araviká Emiráta, “United Arab Emirates”)
External links
- εμιράτο on the Greek Wikipedia.Wikipedia el