Definify.com
Definition 2024
εμπειρία
εμπειρία
See also: ἐμπειρία
Greek
Noun
εμπειρία • (empeiría) f (plural εμπειρίες)
- experience (knowledge or skill gained by practice)
- από την προσωπική του εμπειρία
- from personal experience
- από την προσωπική του εμπειρία
Declension
declension of εμπειρία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | εμπειρία | εμπειρίες |
genitive | εμπειρίας | εμπειριών |
accusative | εμπειρία | εμπειρίες |
vocative | εμπειρία | εμπειρίες |
See also
- πείρα f (peíra, “experience in job etc”)