Definify.com
Definition 2024
εμπρησμός
εμπρησμός
Greek
Noun
εμπρησμός • (emprismós) m (plural εμπρησμοί)
Declension
declension of εμπρησμός
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | εμπρησμός | εμπρησμοί |
genitive | εμπρησμού | εμπρησμών |
accusative | εμπρησμό | εμπρησμούς |
vocative | εμπρησμέ | εμπρησμοί |
Related terms
- εμπρηστής m (empristís, “arsonist”)
- εμπρήστρια f (emprístria, “arsonist”)