Definify.com
Definition 2024
εμφύλιος_πόλεμος
εμφύλιος πόλεμος
Greek
Noun
εμφύλιος πόλεμος • (emfýlios pólemos) m (plural εμφύλιοι πόλεμοι)
- civil war
- Αγγλικός Εμφύλιος Πόλεμος (English Civil War)
- Ελληνικός Εμφύλιος Πόλεμος (Greek Civil War)