Definify.com
Definition 2024
εμφύτευση
εμφύτευση
Greek
Noun
εμφύτευση • (emfýtefsi) f (plural εμφυτεύσεις)
- (medicine) implantation (of fertilized egg, artificial tooth; hair transplant)
Declension
declension of εμφύτευση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | εμφύτευση | εμφυτεύσεις |
genitive | εμφύτευσης / εμφυτεύσεως | εμφυτεύσεων |
accusative | εμφύτευση | εμφυτεύσεις |
vocative | εμφύτευση | εμφυτεύσεις |