Definify.com
Definition 2024
εναλλάκτης
εναλλάκτης
Greek
Noun
εναλλάκτης • (enalláktis) m (plural εναλλάκτες)
Declension
declension of εναλλάκτης
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | εναλλάκτης | εναλλάκτες |
genitive | εναλλάκτη | εναλλακτών |
accusative | εναλλάκτη | εναλλάκτες |
vocative | εναλλάκτη | εναλλάκτες |
Derived terms
- εναλλάκτης θερμότητας m (enalláktis thermótitas, “heat exchanger”)