Definify.com
Definition 2024
ενδοσπέρμιο
ενδοσπέρμιο
Greek
Noun
ενδοσπέρμιο • (endospérmio) n (plural ενδοσπέρμια)
- endosperm (inner, starchy part of a grain)
Declension
declension of ενδοσπέρμιο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ενδοσπέρμιο | ενδοσπέρμια |
genitive | ενδοσπερμίου | ενδοσπερμίων |
accusative | ενδοσπέρμιο | ενδοσπέρμια |
vocative | ενδοσπέρμιο | ενδοσπέρμια |