Definify.com
Definition 2025
ενεργοποίηση
ενεργοποίηση
Greek
Noun
ενεργοποίηση • (energopoíisi) f (plural ενεργοποιήσεις)
Declension
declension of ενεργοποίηση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ενεργοποίηση | ενεργοποιήσεις |
genitive | ενεργοποίησης / ενεργοποιήσεως | ενεργοποιήσεων |
accusative | ενεργοποίηση | ενεργοποιήσεις |
vocative | ενεργοποίηση | ενεργοποιήσεις |
Related terms
- ενεργοποιώ (energopoió, “to activate”)