Definify.com
Definition 2024
ενεχυροδανειστής
ενεχυροδανειστής
Greek
Noun
ενεχυροδανειστής • (enechyrodaneistís) m (plural ενεχυροδανειστές, feminine ενεχυροδανείστρια)
Declension
declension of ενεχυροδανειστής
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ενεχυροδανειστής | ενεχυροδανειστές |
genitive | ενεχυροδανειστή | ενεχυροδανειστών |
accusative | ενεχυροδανειστή | ενεχυροδανειστές |
vocative | ενεχυροδανειστή | ενεχυροδανειστές |
Related terms
- see: ενεχυριάζω (enechyriázo, “to pawn”)