Definify.com
Definition 2024
ενθουσιασμοί
ενθουσιασμοί
Greek
Noun
ενθουσιασμοί • (enthousiasmoí) m
- Nominative plural form of ενθουσιασμός (enthousiasmós).
- Vocative plural form of ενθουσιασμός (enthousiasmós).
ενθουσιασμοί • (enthousiasmoí) m