Definify.com
Definition 2024
εντομοκτόνο
εντομοκτόνο
Greek
Noun
εντομοκτόνο • (entomoktóno) n (plural εντομοκτόνα)
- (chemistry, horticulture) insecticide
Declension
declension of εντομοκτόνο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | εντομοκτόνο | εντομοκτόνα |
genitive | εντομοκτόνου | εντομοκτόνων |
accusative | εντομοκτόνο | εντομοκτόνα |
vocative | εντομοκτόνο | εντομοκτόνα |
Adjective
εντομοκτόνο • (entomoktóno)
- Accusative masculine singular form of εντομοκτόνος (entomoktónos).
- Nominative neuter singular form of εντομοκτόνος (entomoktónos).
- Accusative neuter singular form of εντομοκτόνος (entomoktónos).
- Vocative neuter singular form of εντομοκτόνος (entomoktónos).