Definify.com
Definition 2024
εντροπή
εντροπή
Greek
Noun
εντροπή • (entropí) f (plural εντροπές)
- Alternative form of ντροπή (dropí)
Declension
declension of εντροπή
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | εντροπή | εντροπές |
genitive | εντροπής | εντροπών |
accusative | εντροπή | εντροπές |
vocative | εντροπή | εντροπές |