Definify.com
Definition 2025
εντύπωση
εντύπωση
Greek
Noun
εντύπωση • (entýposi) f (plural εντυπώσεις)
- impression, feeling about something
Declension
declension of εντύπωση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | εντύπωση | εντυπώσεις |
genitive | εντύπωσης / εντυπώσεως | εντυπώσεων |
accusative | εντύπωση | εντυπώσεις |
vocative | εντύπωση | εντυπώσεις |
Derived terms
- εντυπωσιάζω (entyposiázo, “to impress”)