Definify.com
Definition 2024
ενυδάτωση
ενυδάτωση
Greek
Noun
ενυδάτωση • (enydátosi) f (plural ενυδατώσεις)
- hydration
- (process) moisturising (UK), moisturizing (US)
Declension
declension of ενυδάτωση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ενυδάτωση | ενυδατώσεις |
genitive | ενυδάτωσης / ενυδατώσεως | ενυδατώσεων |
accusative | ενυδάτωση | ενυδατώσεις |
vocative | ενυδάτωση | ενυδατώσεις |
Related terms
- see: ενυδατώνω (enydatóno, “to moisturise”)