Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
ενυδρείο
ενυδρείο
Greek
Noun
ενυδρείο
•
(
enydreío
)
n
(
plural
ενυδρεία
)
aquarium
(
small, domestic tank
)
aquarium
(
building holding many tanks
)
Declension
declension of
ενυδρείο
singular
plural
nominative
ενυδρείο
ενυδρεία
genitive
ενυδρείου
ενυδρείων
accusative
ενυδρείο
ενυδρεία
vocative
ενυδρείο
ενυδρεία
Similar Results