Definify.com
Definition 2024
εξάμετρο
εξάμετρο
Greek
Noun
εξάμετρο • (exámetro) n (plural εξάμετρα)
Declension
declension of εξάμετρο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | εξάμετρο | εξάμετρα |
genitive | εξαμέτρου | εξαμέτρων |
accusative | εξάμετρο | εξάμετρα |
vocative | εξάμετρο | εξάμετρα |
Related terms
See also
- Appendix:Greek number and measurement