Definify.com
Definition 2024
εξάρτηση
εξάρτηση
Greek
Noun
εξάρτηση • (exártisi) f (plural εξαρτήσεις)
Declension
declension of εξάρτηση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | εξάρτηση | εξαρτήσεις |
genitive | εξάρτησης / εξαρτήσεως | εξαρτήσεων |
accusative | εξάρτηση | εξαρτήσεις |
vocative | εξάρτηση | εξαρτήσεις |