Definify.com
Definition 2024
εξάσκηση
εξάσκηση
Greek
Noun
εξάσκηση • (exáskisi) f (plural εξασκήσεις)
- practice (repetition of an activity to improve skill)
Declension
declension of εξάσκηση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | εξάσκηση | εξασκήσεις |
genitive | εξάσκησης / εξασκήσεως | εξασκήσεων |
accusative | εξάσκηση | εξασκήσεις |
vocative | εξάσκηση | εξασκήσεις |