Definify.com
Definition 2024
εξάτμιση
εξάτμιση
Greek
Noun
εξάτμιση • (exátmisi) f (plural εξατμίσεις)
Declension
declension of εξάτμιση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | εξάτμιση | εξατμίσεις |
genitive | εξάτμισης / εξατμίσεως | εξατμίσεων |
accusative | εξάτμιση | εξατμίσεις |
vocative | εξάτμιση | εξατμίσεις |