Definify.com
Definition 2024
εξίσωση
εξίσωση
Greek
Alternative forms
- (Katharevousa) εξίσωσις (exísosis)
Noun
εξίσωση • (exísosi) f
Declension
declension of εξίσωση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | εξίσωση | εξισώσεις |
genitive | εξίσωσης / εξισώσεως | εξισώσεων |
accusative | εξίσωση | εξισώσεις |
vocative | εξίσωση | εξισώσεις |
Derived terms
- εξισωτικός (exisotikós, “egalitarian, equal”)
- εξισώνω (exisóno, “to make equal, to equalize”)