Definify.com
Definition 2024
εξαγωγή
εξαγωγή
Greek
Noun
εξαγωγή • (exagogí) f (plural εξαγωγές)
Declension
declension of εξαγωγή
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | εξαγωγή | εξαγωγές |
genitive | εξαγωγής | εξαγωγών |
accusative | εξαγωγή | εξαγωγές |
vocative | εξαγωγή | εξαγωγές |