Definify.com
Definition 2024
εξαγόμενο
εξαγόμενο
Greek
Noun
εξαγόμενο • (exagómeno) n (plural εξαγόμενα)
- (mathematics) result
- conclusion (the result of a thought process)
Declension
declension of εξαγόμενο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | εξαγόμενο | εξαγόμενα |
genitive | εξαγόμενου / εξαγομένου | εξαγόμενων / εξαγομένων |
accusative | εξαγόμενο | εξαγόμενα |
vocative | εξαγόμενο | εξαγόμενα |
Related terms
- see: εξάγω (exágo, “to export”)
External links
- εξαγόμενο on the Greek Wikipedia.Wikipedia el