Definify.com
Definition 2024
εξαερωτήρας
εξαερωτήρας
Greek
Alternative forms
- εξαεριωτήρας m (exaeriotíras)
Noun
εξαερωτήρας • (exaerotíras) m (plural εξαερωτήρες)
- (automotive) carburettor (UK), carburetor (US)
Declension
declension of εξαερωτήρας
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | εξαερωτήρας | εξαερωτήρες |
genitive | εξαερωτήρα | εξαερωτήρων |
accusative | εξαερωτήρα | εξαερωτήρες |
vocative | εξαερωτήρα | εξαερωτήρες |
External links
- εξαερωτήρας on the Greek Wikipedia.Wikipedia el