Definify.com
Definition 2024
εξημέρωση
εξημέρωση
Greek
Noun
εξημέρωση • (eximérosi) f
Declension
declension of εξημέρωση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | εξημέρωση | εξημερώσεις |
genitive | εξημέρωσης / εξημερώσεως | εξημερώσεων |
accusative | εξημέρωση | εξημερώσεις |
vocative | εξημέρωση | εξημερώσεις |