Definify.com
Definition 2024
εξολόθρευση
εξολόθρευση
Greek
Noun
εξολόθρευση • (exolóthrefsi) f (plural εξολοθρεύσεις)
Declension
declension of εξολόθρευση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | εξολόθρευση | εξολοθρεύσεις |
genitive | εξολόθρευσης / εξολοθρεύσεως | εξολοθρεύσεων |
accusative | εξολόθρευση | εξολοθρεύσεις |
vocative | εξολόθρευση | εξολοθρεύσεις |
See also
- ολοκαύτωμα n (olokáftoma, “holocaust”)
- γενοκτονία f (genoktonía, “genocide”)