Definify.com
Definition 2025
εξουσιοδότηση
εξουσιοδότηση
Greek
Noun
εξουσιοδότηση • (exousiodótisi) f (plural εξουσιοδοτήσεις)
- authorisation (UK), authorization (US)
Declension
declension of εξουσιοδότηση
| singular | plural | |
|---|---|---|
| nominative | εξουσιοδότηση | εξουσιοδοτήσεις |
| genitive | εξουσιοδότησης / εξουσιοδοτήσεως | εξουσιοδοτήσεων |
| accusative | εξουσιοδότηση | εξουσιοδοτήσεις |
| vocative | εξουσιοδότηση | εξουσιοδοτήσεις |