Definify.com
Definition 2024
εξουσιοδότηση
εξουσιοδότηση
Greek
Noun
εξουσιοδότηση • (exousiodótisi) f (plural εξουσιοδοτήσεις)
- authorisation (UK), authorization (US)
Declension
declension of εξουσιοδότηση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | εξουσιοδότηση | εξουσιοδοτήσεις |
genitive | εξουσιοδότησης / εξουσιοδοτήσεως | εξουσιοδοτήσεων |
accusative | εξουσιοδότηση | εξουσιοδοτήσεις |
vocative | εξουσιοδότηση | εξουσιοδοτήσεις |