Definify.com
Definition 2024
επάνοδοι
επάνοδοι
Greek
Noun
επάνοδοι • (epánodoi) m
- Nominative plural form of επάνοδος (epánodos).
- Accusative plural form of επάνοδος (epánodos).
- Vocative plural form of επάνοδος (epánodos).
επάνοδοι • (epánodoi) m