Definify.com
Definition 2024
επίδομα
επίδομα
Greek
Noun
επίδομα • (epídoma) n (plural επιδόματα)
Declension
declension of επίδομα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | επίδομα | επιδόματα |
genitive | επιδόματος | επιδομάτων |
accusative | επίδομα | επιδόματα |
vocative | επίδομα | επιδόματα |
Synonyms
- (extra wages): δώρο n (dóro, “bonus”)