Definify.com
Definition 2024
επίρρημα
επίρρημα
Greek
Alternative forms
- ἐπίῤῥημα (ἐpíῤῥima)
- ἐπίρρημα (ἐpírrima)
Noun
επίρρημα • (epírrima) n (plural επιρρήματα)
Declension
declension of επίρρημα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | επίρρημα | επιρρήματα |
genitive | επιρρήματος | επιρρημάτων |
accusative | επίρρημα | επιρρήματα |
vocative | επίρρημα | επιρρήματα |